мълчати — МЪЛЧ|АТИ (221), ОУ, ИТЬ гл. 1.Молчать, безмолвствовать: Иде же п(о)слѹшѧниѥ бɤдеть не изнеси бесѣды. и без ѹма въ пирѣ не мѹдри с‹ѧ›. бѹди ˫ако же вѣды и мълчѧ. (σιωπῶν) Изб 1076, 151 об.; г҃ла томѹ блаженыи. мълъчи чадо и не рьци никомѹ же о… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
κατασείω — (AM) 1. σείω πολύ, γκρεμίζω κάτι σείοντάς το (α. «μίαν μὲν ἣ τοῡ μεγάλου οἰκοδομήματος κατὰ τὸ χῶμα προσαχθεῑσα ἐπὶ μέγα τε κατέσεισε καὶ τοὺς Πλαταιᾱς ἐφόβησεν», Θουκ. β. «σεισμὸς κατέσεισε τὴν πόλιν», Αιλ.) 2. ρίχνω κάτω αρχ. 1. ενοχλώ, ταράζω… … Dictionary of Greek
σιγάζω — ΝΜΑ [σιγή] (μτβ.) επιβάλλω σιωπή σε κάποιον ή σε κάτι, κάνω κάποιον ή κάτι να σιωπήσει νεοελλ. 1. (για πόνο, δίψα ή πείνα) σταματώ, καταπαύω 2. (αμτβ.) παύω αρχ. καταπραΰνω, κατασιγάζω («ζεφύρου πνοὰς σιγάζειν», Πίνδ.) … Dictionary of Greek
σιωπώ — σιωπῶ, άω, ΝΜΑ, και σωπώ Ν, και σωπῶ, άω, ΜΑ (αμτβ.) τηρώ σιωπή, μένω σιωπηλός, σωπαίνω νεοελλ. δεν ηχώ ή παύω να ηχώ («η καμπάνα σιώπησε») αρχ. 1. καθίσταμαι βουβός, χάνω τη φωνή μου, βουβαίνομαι 2. (για μέλισσες) ησυχάζω, ηρεμώ 3. (μτβ.) φυλάγω … Dictionary of Greek
φράζω — (I) και δωρ. τ. φράσδω και κρητ. τ. φράδδω και στους Ταραντίνους φράσσω Α 1. δείχνω, υποδεικνύω («ἐς χῶρον ὅν φράσε Κίρκη», Ομ. Οδ.) 2. φανερώνω, εκφράζομαι («ἐχθρᾷ λόγον φράσαις ἀνάγκᾳ», Πίνδ.) 3. εξηγώ, διευκρινίζω («φράσον, ἅπερ γ ἔλεξας», Σοφ … Dictionary of Greek
ωνούμαι — έομαι, ΜΑ, και κρητ. τ. μτχ. ενεστ. ὠνώμενος, ένη, ον, Α 1. αγοράζω 2. διαπραγματεύομαι κάτι, παζαρεύω 2. (ειδικότερα) α) (με δοτ. προσ.) αγοράζω κάτι από κάποιον β) (με γεν. και σπάν. με δοτ. τής τιμής) αγοράζω κάτι αντί ενός χρηματικού ποσού 3 … Dictionary of Greek
Θεοδότη — I (5ος αι. π.Χ.). Εταίρα, σύγχρονη της Ασπασίας. Στα Απομνημονεύματα του Ξενοφώντα αναφέρεται συζήτησή της με τον Σωκράτη, ο οποίος προσπαθεί να την πείσει πως και στη γυναίκα το πνεύμα είναι πιο σημαντικό από το κάλλος. Κατά τον Αθήναιο, υπήρξε… … Dictionary of Greek
αποστομώνω — ωσα, ώθηκα, ωμένος 1. αναγκάζω κάποιον να σιωπήσει, να μην είναι σε θέση να απαντήσει: Με εκείνα που του είπες τον αποστόμωσες. 2. κάνω κάτι να μην κόβει: Τι έκοψες και τ αποστόμωσες το μαχαίρι; … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αποστόμωση — αποστόμωση, η και αποστόμωμα, το, ατος το να αναγκαστεί κάποιος να σιωπήσει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κατασιγάζω — ασα, άστηκα, κατασιγασμένος, η, ο 1. κάνω κάποιον να σιγήσει, να σιωπήσει, του βουλώνω το στόμα. 2. μτφ., κατευνάζω, καταπαύω, καταπνίγω: Δεν κατασίγασε ο έρωτάς του γι αυτή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)