σιωπήσει

σιωπήσει
σιώπησις
taciturnity
fem nom/voc/acc dual (attic epic)
σιωπήσεϊ , σιώπησις
taciturnity
fem dat sg (epic)
σιώπησις
taciturnity
fem dat sg (attic ionic)
σιωπάω
keep silence
aor subj act 3rd sg (attic epic ionic)
σιωπάω
keep silence
fut ind mid 2nd sg (attic ionic)
σιωπάω
keep silence
fut ind act 3rd sg (attic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • мълчати — МЪЛЧ|АТИ (221), ОУ, ИТЬ гл. 1.Молчать, безмолвствовать: Иде же п(о)слѹшѧниѥ бɤдеть не изнеси бесѣды. и без ѹма въ пирѣ не мѹдри с‹ѧ›. бѹди ˫ако же вѣды и мълчѧ. (σιωπῶν) Изб 1076, 151 об.; г҃ла томѹ блаженыи. мълъчи чадо и не рьци никомѹ же о… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • κατασείω — (AM) 1. σείω πολύ, γκρεμίζω κάτι σείοντάς το (α. «μίαν μὲν ἣ τοῡ μεγάλου οἰκοδομήματος κατὰ τὸ χῶμα προσαχθεῑσα ἐπὶ μέγα τε κατέσεισε καὶ τοὺς Πλαταιᾱς ἐφόβησεν», Θουκ. β. «σεισμὸς κατέσεισε τὴν πόλιν», Αιλ.) 2. ρίχνω κάτω αρχ. 1. ενοχλώ, ταράζω… …   Dictionary of Greek

  • σιγάζω — ΝΜΑ [σιγή] (μτβ.) επιβάλλω σιωπή σε κάποιον ή σε κάτι, κάνω κάποιον ή κάτι να σιωπήσει νεοελλ. 1. (για πόνο, δίψα ή πείνα) σταματώ, καταπαύω 2. (αμτβ.) παύω αρχ. καταπραΰνω, κατασιγάζω («ζεφύρου πνοὰς σιγάζειν», Πίνδ.) …   Dictionary of Greek

  • σιωπώ — σιωπῶ, άω, ΝΜΑ, και σωπώ Ν, και σωπῶ, άω, ΜΑ (αμτβ.) τηρώ σιωπή, μένω σιωπηλός, σωπαίνω νεοελλ. δεν ηχώ ή παύω να ηχώ («η καμπάνα σιώπησε») αρχ. 1. καθίσταμαι βουβός, χάνω τη φωνή μου, βουβαίνομαι 2. (για μέλισσες) ησυχάζω, ηρεμώ 3. (μτβ.) φυλάγω …   Dictionary of Greek

  • φράζω — (I) και δωρ. τ. φράσδω και κρητ. τ. φράδδω και στους Ταραντίνους φράσσω Α 1. δείχνω, υποδεικνύω («ἐς χῶρον ὅν φράσε Κίρκη», Ομ. Οδ.) 2. φανερώνω, εκφράζομαι («ἐχθρᾷ λόγον φράσαις ἀνάγκᾳ», Πίνδ.) 3. εξηγώ, διευκρινίζω («φράσον, ἅπερ γ ἔλεξας», Σοφ …   Dictionary of Greek

  • ωνούμαι — έομαι, ΜΑ, και κρητ. τ. μτχ. ενεστ. ὠνώμενος, ένη, ον, Α 1. αγοράζω 2. διαπραγματεύομαι κάτι, παζαρεύω 2. (ειδικότερα) α) (με δοτ. προσ.) αγοράζω κάτι από κάποιον β) (με γεν. και σπάν. με δοτ. τής τιμής) αγοράζω κάτι αντί ενός χρηματικού ποσού 3 …   Dictionary of Greek

  • Θεοδότη — I (5ος αι. π.Χ.). Εταίρα, σύγχρονη της Ασπασίας. Στα Απομνημονεύματα του Ξενοφώντα αναφέρεται συζήτησή της με τον Σωκράτη, ο οποίος προσπαθεί να την πείσει πως και στη γυναίκα το πνεύμα είναι πιο σημαντικό από το κάλλος. Κατά τον Αθήναιο, υπήρξε… …   Dictionary of Greek

  • αποστομώνω — ωσα, ώθηκα, ωμένος 1. αναγκάζω κάποιον να σιωπήσει, να μην είναι σε θέση να απαντήσει: Με εκείνα που του είπες τον αποστόμωσες. 2. κάνω κάτι να μην κόβει: Τι έκοψες και τ αποστόμωσες το μαχαίρι; …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αποστόμωση — αποστόμωση, η και αποστόμωμα, το, ατος το να αναγκαστεί κάποιος να σιωπήσει …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κατασιγάζω — ασα, άστηκα, κατασιγασμένος, η, ο 1. κάνω κάποιον να σιγήσει, να σιωπήσει, του βουλώνω το στόμα. 2. μτφ., κατευνάζω, καταπαύω, καταπνίγω: Δεν κατασίγασε ο έρωτάς του γι αυτή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”